- ψευδογράφῳ
- ψευδόγραφοςa drawer of false diagramsmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδογραφώ — έω, ΜΑ [ψευδογράφος] γράφω ψεύδη, παραποιώ την αλήθεια αρχ. 1. σχεδιάζω εσφαλμένα γεωμετρικά σχήματα 2. απεικονίζω με σφάλματα 3. κάνω εσφαλμένους υπολογισμούς … Dictionary of Greek
ψευδογράφημα — τὸ, Α [ψευδογραφώ] γεωμετρικό σχήμα που έχει σχεδιαστεί εσφαλμένα … Dictionary of Greek